Πολυείδης

Πολυείδης
Πολυείδης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυειδής — of many kinds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, ποικίλος (α. «δάση πολυειδών δένδρων και ανθέων», Αραβ. Μυθ. β. «πολυειδέστατον και ποικιλότατον γένος», Τίμ. Λοκρ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυειδές (για χρώματα) η πολυειδία* 2. φρ. α) «πολυειδῆ …   Dictionary of Greek

  • Πολυειδής ή Πολυείδης, Θεόκλητος — (Αδριανούπολη; τέλη 18ου αι. – 1754;/1759;). Έλληνας κληρικός, λόγιος και εκπαιδευτικός. Νέος χειροτονήθηκε μοναχός (το κοσμικό του όνομα ήταν Θεόδωρος) στην αγιορείτικη μονή των Ιβήρων, όπου χρημάτισε και ηγούμενος. Το 1713 χειροτονήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • πολυειδῆ — πολυειδής of many kinds neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυειδής of many kinds masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυειδής of many kinds masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυειδέστερον — πολυειδής of many kinds adverbial comp πολυειδής of many kinds masc acc comp sg πολυειδής of many kinds neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυειδεστέρων — πολυειδής of many kinds fem gen comp pl πολυειδής of many kinds masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυειδεῖ — πολυειδής of many kinds masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πολυειδής of many kinds masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυειδεῖς — πολυειδής of many kinds masc/fem acc pl πολυειδής of many kinds masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυειδέα — πολυειδής of many kinds neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυειδής of many kinds masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυειδές — πολυειδής of many kinds masc/fem voc sg πολυειδής of many kinds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”